γιος Βασίλειος Μέγας Καππαδόκης

Ημ. Εορτής: 1 Ιανουαρίου

Ημ. Γέννησης:

Ημ. Κοιμήσεως:

 

Ὁ Μέγας Βασίλειος, μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες μορφὲς τῆς Ἐκκλησίας, γεννήθηκε περὶ τὸ 330 μ.Χ. στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Ὁ πατέρας του Βασίλειος ἦταν ρήτορας, ἐγκατεστημένος στὴ Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου καὶ ἦταν υἱὸς τῆς Μακρίνης, ἡ ὁποία ὑπέστει πολλὰ μετὰ τοῦ συζύγου της κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Μαξιμίνου γιὰ τὴν πίστη τους στὸν Χριστό.

Ἡ Μακρίνα ἦταν μαθήτρια τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ καὶ διετέλεσε ἡ πρώτη στὴν πίστη διδάσκαλος τοῦ ἐγγονοῦ της Βασιλείου.

Ἡ μητέρα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὀνομαζόταν Ἐμμέλεια, καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ἦταν θυγατέρα Μάρτυρος, εὐλαβέστατη καὶ πολὺ φιλάνθρωπη. Ἀπὸ τὸν γάμο της μὲ τὸν Βασίλειο γεννήθηκαν ἐννέα παιδιά, ἀπὸ τὰ ὁποία τὰ τέσσερα ἦταν ἀγόρια. Τὸ πρωτότοκο παιδὶ τους ἦταν ἡ Μακρίνα, ἡ ὁποία μετὰ τὸν θάνατο τοῦ μνηστῆρα της, ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση. Ἀπὸ τὰ τέσσερα ἀγόρια, τρεῖς ἔγιναν Ἐπίσκοποι, ὁ Βασίλειος στὴν Καισάρεια, ὁ Γρηγόριος στὴ Νύσσα καὶ ὁ Πέτρος στὴ Σεβαστεία. Ὁ Ναυκράτιος πέθανε νέος, σὲ ἡλικία 27 ἐτῶν. Πρὸ τοῦ Πέτρου γεννήθηκε ἡ Θεοσεβία.

Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔλαβε τὴν πρώτη χριστιανικὴ διαπαιδαγώγησή του ἀπὸ τὴ μητέρα καὶ τὴ γιαγιά του καὶ διδάχθηκε τὰ πρῶτα γράμματα ἀπὸ τὸν πατέρα του στὴν πατρίδα του. Σπούδασε στὶς σχολὲς τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας καὶ τοῦ Βυζαντίου, ὅπου «ηὐδοκίμει σοφιστῶν τε καὶ φιλοσόφων τοὶς τελειοτάτοις», καὶ τέλος «εἰς τᾶς χρυσᾶς Ἀθήνας», ποὺ τότε ἦταν τὸ κέντρο τῆς ρητορικῆς καὶ στὴν ὁποία ἤκμαζαν οἱ σοφιστὲς Ἰμέριος, Προαιρέσιος καὶ ἄλλοι καὶ ὅπου συνέρρεαν ἀπὸ παντοῦ μαθητές, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ μετέπειτα αὐτοκράτορας Ἰουλιανός, τὸν ὁποῖον ὁ ὑπέρμετρος θαυμασμός του πρὸς τὴν ἐθνικὴ σοφία παρέσυρε στὸν πόλεμο κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐκεῖ βρισκόταν ἤδη καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, μετὰ τοῦ ὁποίου συνδέθηκε μὲ στενὴ φιλία. Εἶναι χαρακτηριστικοὶ οἱ λόγοι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου γιὰ τὸν ἱερό του σύνδεσμο μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο : «Τὰ πάντα ἦμεν ἀλλήλοις, ὁμόστεγοι, ὁμοδίαιτοι, συμφυεῖς… ἴσαι μὲν ἐλπίδες ἦγον ἠμᾶς, πράγματος ἐπιφθωνοτάτου τοῦ λόγου, φθόνος δὲ ἀπήν, ζῆλος δὲ ἐσπουδάζετο, ἀγὼν δ’ ἀμφοτέροις, οὒχ ὅστις αὐτὸς τὸ πρωτεῖον ἔχοι, ἀλλ’ ὅπως τῷ ἐτέρῳ τούτου παραχωρήσειεν. Μία μὲν ἀμφοτέρους ἐδόκει ψυχή, δυὸ σώματα φέρουσα, ἐν δ’ ἀμφοτέροις ἔργον: ἡ ἀρετὴ καὶ τὸ ζῆν πρὸς τᾶς μελλούσας ἐλπίδας, πρὸς ὃ βλέποντες καὶ βίον καὶ πρᾶξιν ἅπασαν ἀπηυθύνομεν».

Ὁ Βασίλειος διδάχθηκε στὴν Ἀθῆνα ρητορική, φιλοσοφία, ἀστρονομία, γεωμετρία καὶ ἰατρική. Ἐπέστρεψε στὸν Πόντο, περὶ τὸ 356 μ.Χ., καὶ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Καισαρείας Διανίου.

Στὴν συνέχεια μετέβη στὴν Αἴγυπτο, Μεσοποταμία, Παλαιστίνη καὶ Συρία, γιὰ νὰ γνωρίσει τοὺς ἀσκητὲς καὶ καθηγητὲς τῆς ἐρήμου. Τότε, ἀφοῦ διένειμε καὶ αὐτὸς τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχούς, μόνασε στὸν Πόντο, κοντὰ στὸν Ἴρι ποταμό, ἀσκούμενος στὴ μελέτη καὶ τὴν προσευχή.

Ἀργότερα τὸ 362 μ.Χ., χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Καισαρείας Εὐσέβιο, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο ἀναγκάστηκε νὰ φύγει στὸν Πόντο, λόγω τοῦ φθόνου τοῦ Ἐπισκόπου Εὐσεβίου. Ὁ Γρηγόριος συμβίβασε τὰ πράγματα μεταξὺ τῶν δυὸ ἀνδρῶν καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπέστρεψε τὸ 365 μ.Χ., γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν Ἐπίσκοπο Εὐσέβιο στὸν ἀγῶνα του κατὰ τῶν Ἀρειανῶν. Ἔγινε ἔτσι «σύμβουλος ἀγαθός, παραστάτης δεξιός, τῶν θείων ἐξηγητής, τῶν πρακτέων καθηγητής, γήρως βακτηρία, πίστεως ἔρεισμα».

Τὸ ἔτος 370 μ.Χ., μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Εὐσεβίου, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Καισαρείας, παρὰ τὶς σφοδρὲς ἀντιδράσεις τῶν Ἀρειανῶν. Σὲ καιρὸ λιμοῦ προσέφερε στοὺς πάσχοντες κάθε εἴδους βοήθεια. Ἀγκάλιασε τοὺς γέροντες, τὰ παιδιά, τὶς γυναῖκες καὶ τοὺς ἄνδρες, τοὺς ἀσθενεῖς καὶ φρόντιζε καθημερινὰ γιὰ τὴν τροφή τους. Οἰκοδόμησε κοντὰ στὴν Καισάρεια ἕνα συγκρότημα πτωχοκομείου καὶ νοσοκομείου, τὴ Βασιλειάδα, ποὺ ἔγινε τὸ ταμεῖο τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ἀγάπης.

Κατὰ τὰ χρόνια τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας εἶχε νὰ ἀντιπαλέψει κατὰ πολλῶν δυσχερειῶν. Ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης ἐαποφάσισε νὰ εἰσάγει μὲ τὴν βία στὴν Καππαδοκία τὸν Ἀρειανισμό. Γι’ αὐτό, τὸ 372 μ.Χ., ἔστειλε τὸν ἔπαρχο Μόδεστο, γιὰ νὰ πείσει τὸν Ἅγιο νὰ δεχθεῖ τὶς κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν. Μάταια προσπάθησε νὰ πείσει τὸν Μέγα Βασίλειο μεταχειριζόμενος κάθε μέσο: δήμευση τῆς περιουσίας, ἐξορία, βασανιστήρια, θάνατο. Ὁ Βασίλειος σὲ ἀπάντηση δήλωσε, ὅτι δὲν φοβᾶται ἀφοῦ περιουσία δὲν εἶχε, παρὰ μόνο λίγα παλαιὰ ἐνδύματα καὶ λίγα βιβλία, ἐξορία δὲν φοβᾶται, διότι ἡ γῆ ποὺ κατοικεῖ δὲν εἶναι ἰδιοκτησία του καὶ στὸν κόσμο αὐτὸ εἶναι πάροικος καὶ παρεπίδημος, τὰ βασανιστήρια δὲν τὸν πτοοῦν, διότι τὸ ἀσθενικό του σῶμα δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξει σὲ αὐτά, τὸ δὲ θάνατο θεωρεῖ ὡς εὐεργέτη, διότι αὐτὸς θὰ τὸν ὁδηγήσει νωρίτερα κοντὰ στὸν Θεό. Ὁ Μόδεστος ἐξεπλάγη ἀπὸ τὴν Πνευματικὴ γενναιοψυχία τοῦ Ἁγίου καὶ ἐπέστρεψε ἄπρακτος. Ἀκόμη καὶ ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης, ὅταν ᾖλθε στὴν Καισάρεια καὶ ἀντιλήφθηκε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Βασιλείου, τὸν ἄφησε ἀνενόχλητο στὸν ἐπισκοπικό του θρόνο. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε τὴν μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου γιὰ τὸν Μέγα Βασίλειο: Ἦταν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων. Πέλαγος λαοῦ ἐγέμιζε τὸν ναό. Ἡ ψαλμῳδία καὶ ἡ εὐκοσμία τοῦ βήματος ἦταν ἀγγελικὴ μᾶλλον, παρὰ ἀνθρώπινη. Καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος προτεταγμένος τοῦ λαοῦ, ὄρθιος, ἀκλινὴς κατὰ τὸ σῶμα καὶ τὴν ὄψη καὶ τὴν διάνοια, «ἐστλωμένος τῷ Θεῷ καὶ τῷ βήματι». Καὶ ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης μπροστὰ στὸ θέαμα αὐτὸ καὶ στὸ ἄκουσμα «κατεβροντήθη».

Μὲ τὸν ἀνεκτίμητο αὐτὸ πλοῦτο τῶν ἀρετῶν του καθοδήγησε τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ καὶ κοσμημένος μὲ αὐτὲς ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον, τὸ 378 μ.Χ., λίγο μετὰ τὸν θάνατο τοῦ αὐτοκράτορα Οὐάλεντος, σὲ ἡλικία 48 ἐτῶν.

Ὅταν πλησίαζε ἡ ὥρα νὰ παραδώσει τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Θεό, προσῆλθαν στὴν κλίνη του ὅλοι σχεδὸν οἱ Χριστιανοὶ τῆς πόλεως. Ἐκεῖνος τοὺς δίδασκε καὶ τοὺς εὐλογοῦσε. Προσευχόμενος στὸν Κύριο εἶπε: «Εἰς χεῖρας Σου Κύριε, παραθήσομαι τὸ πνεῦμα μου», καὶ κοιμήθηκε. Στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία συμμετεῖχαν μυριάδες λαοῦ καὶ τόσος ἦταν ὁ συνωστισμός, ὥστε πολλοὶ πέθαναν «ἐκ τῆς τοῦ ὠθισμοῦ βίας καὶ συγκλονήσεως». Ἡ Σύναξη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας (Μεγάλη Ἐκκλησία). Ναὸς ἀφιερωμένος στὸν Ἅγιο Βασίλειο ὑπῆρχε στὸ παλάτι τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων κατὰ τὸν 10ο αἰῶνα καὶ σὲ αὐτὸν ἐκκλησιαζόταν ὁ αὐτοκράτορας τὴν 1η Ἰανουαρίου μέχρι τῆς ἀπολύσεως τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἀδελφὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, παραβάλλει αὐτὸν πρὸς τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὸν Προφήτη Ἠλία καὶ τὸν Σαμυήλ, τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο.

Ὁ Μέγας Βασίλειος κατέλιπε πλῆθος σπουδαιοτάτων συγγραμμάτων, ἀπὸ τὰ ὁποία, εὐτυχῶς, τὰ περισσότερα διασώθηκαν μέχρι σήμερα. Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία τὸ μεγαλύτερο ἔργο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία αὐτοῦ, ποὺ τελεῖται καὶ σήμερα σὲ καθορισμένες ἡμέρες τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους: τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τὶς παραμονὲς τῶν τριῶν μεγάλων Δεσποτικῶν ἑορτῶν, Χριστουγέννων, Θεοφανείων καὶ Πάσχα (Μέγα Σάββατο), τὶς πέντε Κυριακὲς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ τὴ Μεγάλη Πέμπτη. Κατὰ παλαιότερη διάταξη, ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἐτελεῖτο καὶ κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς καὶ κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.

Τὸ πρῶτο δογματικὸ ἔργο, τὸ ὁποῖο συνέγραψε Ἅγιος, ἔχει τὸν τίτλο «Ἀνατρεπτικὸς τοῦ ἀπολογητικοῦ τοῦ δυσσεβοὺς Εὐνομίου». Περίφημα εἶναι καὶ τὰ ἀσκητικά, τὰ δογματικά, τὰ παιδαγωγικὰ συγγράμματα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὡς καὶ τὰ κηρύγματα, οἱ ὁμιλίες καὶ οἱ ἐπιστολὲς αὐτοῦ. Μέσα ἀπὸ αὐτὰ καταδεικνύεται ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος ἦταν στὴν πραγματικότητα ὀργανωτὴς τῆς κοινωνικῆς καὶ ἠθικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, στηρίζοντας τὴν ἠθικὴ δεοντολογία του, κυρίως στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ εἰδικότερα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἡ Ἁγία Γραφὴ γιὰ τὸν Μέγα Βασίλειο ἦταν τὸ ὑπέρτατο δογματικὸ κριτήριο καὶ ἀποτελοῦσε καθ’ ἑαυτὴν μυστήριο θείας οἰκονομίας καὶ ἀνθρώπινης σωτηρίας. Γι’ αὐτὸ καὶ θεωροῦσε τὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς θεόπνευστο βιβλίο, προερχόμενο ἐκ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ κατὰ συνέπεια θεωροῦσε ἀπαραίτητο γιὰ τὴν ὀρθὴ κατανόηση τοῦ περιεχομένου αὐτῆς τὸ χάρισμα τῆς πνευματικῆς διακρίσεως. Ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, πρέπει νὰ γίνεται μὲ βαθειὰ πίστη καὶ μέσα στὴν κοινότητα τῶν πιστῶν. Ἡ ἑρμηνεία δὲ αὐτῆς ἀπέβλεπε κυρίως στὴν οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν καὶ τὴ σωτηρία αὐτῶν. Γι’ αὐτὸ ἡ παράδοση τῆς πίστεως, ὅπως αὐτὴ παραδόθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἦταν ἀπαραίτητος ὁδηγὸς στὴν ἑρμηνεία καὶ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

 

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’.

Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τὸν λόγον σου· δι' οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας. Βασίλειον ἱεράτευμα, Πάτερ Ὅσιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ὥφθης βάσις ἄσειστος τῇ Ἐκκλησίᾳ, νέμων πᾶσιν ἄσυλον, τὴν κυριότητα βροτοῖς, ἐπισφραγίζων σοῖς δόγμασιν, Οὐρανοφάντορ Βασίλειε Ὅσιε.

 

Μεγαλυνάριον.

Τὸν οὐρανοφάντορα τοῦ Χριστοῦ, μύστην τοῦ Δεσπότου, τὸν φωστῆρα τὸν φαεινόν, τὸν ἐκ Καισαρείας, καὶ Καππαδόκων χώρας, Βασίλειον τὸν μέγαν, πάντες τιμήσωμεν.

 

 

 

 

 

Μέγας Βασίλειος, το λιοντάρι του Χριστού

 

Ο «Μέγας Βασίλειος – Το λιοντάρι του Χριστού» είναι το 4ο επεισόδιο της σειράς «Δεν είσαι μόνος».

Η ταινία  είναι ένα οδοιπορικό σε τόπους θαμμένους  μέσα στη λήθη. Βασικό εύρημα του σεναρίου είναι οι ημερολογιακές καταγραφές ενός μοναχού που έζησε τον 4ο αιώνα, μέσα από τις οποίες πληροφορούμαστε για τα ιστορικά γεγονότα εκείνης της εποχής, την κοινωνική κατάσταση, τον αγώνα της εκκλησίας να ξεκαθαρίσει το τοπίο από τις αιρέσεις και να εδραιωθεί. Βασική μορφή εκείνης της περιόδου είναι ο Μέγας Βασίλειος, τα κείμενα του οποίου ακούγονται στην ταινία.

 

Ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή, τις ιδέες και το κοινωνικό έργο του Μ. Βασιλείου, τα γυρίσματα του οποίου έγιναν στην Ελλάδα, την Τουρκία, την Ιταλία και τη Συρία. 
Ο Βασίλειος γεννήθηκε το 330μ.Χ στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Σπούδασε φιλοσοφία, ιατρική, μαθηματικά και ρητορική στην Αθήνα. Πολέμησε τις αιρέσεις και αντιτάχθηκε στις αυθαιρεσίες της εξουσίας. Υπερασπίστηκε την ελληνική παιδεία γιατί πίστευε ότι έχει πολλά θετικά στοιχεία τα οποία δεν βρίσκονται σε αντίθεση με την χριστιανική θέση.

Το 367-368 έπληξε την περιοχή της Καισάρειας λιμός. Ο Βασίλειος πούλησε την τεράστια οικογενειακή του περιουσία, στηλίτευε τους μαυραγορίτες, οργάνωνε λαϊκά συσσίτια και μερίμνησε για τα παιδιά όχι μόνο των χριστιανών αλλά και των εβραίων και των ειδωλολατρών, χωρίς καμία διάκριση. 
Όταν έγινε αρχιεπίσκοπος το 370, έχτισε τη Βασιλειάδα, ένα συγκρότημα από νοσοκομεία, γηροκομεία, λεπροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολείο για την επαγγελματική κατάρτιση όσων ήθελαν να μάθουν μια τέχνη. Η Βασιλειάδα είναι το πρώτο γνωστό στην ιστορία κοινωνικό ίδρυμα, μια ολόκληρη πολιτεία που φιλοξενούσε 30.000 ανθρώπους. Ο Βασίλειος διακήρυττε ότι η ελεημοσύνη από μόνη της δεν αποτελεί απάντηση στη φτώχεια, αντίθετα μόνη απάντηση είναι η εργασία και η δίκαιη κατανομή των αγαθών: 

«Εσύ δεν είσαι πλεονέκτης; Δεν είσαι άρπαγας; Δεν κρατάς για τον εαυτό σου όσα σου δόθηκαν για να τα διαχειρισθείς προς όφελος όλων; Αυτός που γδύνει τον ντυμένο θα ονομαστεί λωποδύτης, αλλά αυτός που δεν ντύνει τον γυμνό μήπως δεν αξίζει αυτή την ονομασία; Το ψωμί που αποθηκεύεις είναι του πεινασμένου, τα ρούχα που συσσωρεύεις είναι του γυμνού, τα παπούτσια που τα 'χεις και σαπίζουν είναι του ξυπόλυτου, τα λεφτά που θάβεις για να μη στα κλέψουν είναι του φτωχού. Είναι τόσοι αυτοί που αδικείς όσοι αυτοί που θα μπορούσες να βοηθήσεις.» 

Ο Μέγας Βασίλειος είναι μια τεράστια μορφή της χριστιανικής εκκλησίας, ένας φάρος που το φως του είναι τόσο δυνατό ώστε να φωτίζει και τις δικές μας μέρες. Πίστευε ότι η εκκλησία πρέπει να αγκαλιάσει όλα τα έθνη και τους πολιτισμούς, όλους τους ανθρώπους: στους κόλπους της εκκλησίας δεν υπάρχουν άντρες και γυναίκες, ελεύθεροι και δούλοι, οι κοινωνικές διακρίσεις έχουν καταργηθεί, και αυτό ήταν το πιο δυνατό στίγμα στο έργο του Μεγάλου Βασιλείου. Αυτό που αναζητά σήμερα ο κόσμος και έχει ανάγκη να δημιουργηθεί, υπήρχε στην έρημο της Καππαδοκίας πριν από χιλιάδες  χρόνια.

 

«Τελειότατη κοινωνία ονομάζω αυτήν, όπου έχει καταργηθεί η ιδιοκτησία, έχουν εκλείψει οι προσωπικές διαφορές και έχουν εξαφανιστεί οι έριδες και οι φιλονικίες. Είναι η κοινωνία όπου όλα είναι κοινά. Οι πολλοί είναι ένας και αυτός ο ένας δεν υπάρχει μόνος του, αλλά ζει μέσα στους πολλούς.»
 Μ. Βασιλείου, Ασκητικές Διατάξεις

 

Τα γυρίσματα του επεισοδίου έγιναν στην Καππαδοκία, στην Αντιόχεια, στην Κωνσταντινούπολη, στην Ταρσό, στην Μερσίνα.

Στο επεισόδιο συμμετείχε ο Κωνσταντίνος Κορναράκης, Επίκουρος καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών.

Σκηνοθεσία: Μαρία Χατζημιχάλη-Παπαλιού

Μοντάζ: Γιάννης Τσιτσόπουλος

Διεύθυνση φωτογραφίας: Βαγγέλης Κουλίνος

Μουσική: Μάριος Αριστόπουλος


Η σειρά «Δεν είσαι μόνος» περιλαμβάνει 10 επεισόδια, πραγματεύεται πανανθρώπινες αξίες που εκφράστηκαν σε κοινωνίες του παρελθόντος και στηρίζεται στα Πατερικά κείμενα, το Ευαγγέλιο, σε κείμενα θεωρητικά, κείμενα φιλοσοφικά, κείμενα δοξαστικά, και πολλές φορές προφητικά. 
Αυτά τα κλασσικά κείμενα περιέχουν την πείρα και τη σοφία αιώνων, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, και συνδέονται με τα σημερινά προβλήματα του ανθρώπου, ανοίγοντας έναν γόνιμο διάλογο. 
Είναι ένας λόγος που γράφτηκε εδώ και δυόμιση χιλιετίες επίκαιρος; 
Σε ποια κοινωνία απευθυνόταν; 
Τι κοινό έχει με τη σημερινή; 
Μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο σε μια άλλη οπτική, έναν διαφορετικό προσανατολισμό και μια επαναξιολόγηση της πορείας του σήμερα;