Ο
ανεψιός και διάδοχος του Ιουστίνου, Ιουστινιανός (527-565), είναι η εξέχουσα
φυσιογνωμία αυτής της περιόδου.
Το όνομά του είναι στενά συνδεδεμένο με το όνομα
της συζύγου του Θεοδώρας, μιας από τις πιο ικανές γυναίκες της Βυζαντινής
περιόδου. Τα «Ανέκδοτα», που έγραψε ο Προκόπιος, ιστορικός της εποχής του Ιουστινιανού,
παρουσιάζουν μεγαλοποιημένη τη διεστραμμένη ζωή που έζησε, όταν ήταν νέα, η
Θεοδώρα, οπότε, ως κόρη ενός «αρκτοτρόφου», ζούσε στη διεφθαρμένη ατμόσφαιρα του θεάτρου
αυτής της περιόδου, προσφέροντας ελεύθερα τον έρωτά της σε πολλούς ανθρώπους. Η
φύση την είχε προικίσει με ομορφιά, χάρη και ευφυΐα. Όπως αναφέρει ένας
ιστορικός, «η
Θεοδώρα διασκέδαζε, έθελγε και σκανδάλιζε την Κωνσταντινούπολη». Αλλά όλες αυτές οι σκοτεινές λεπτομέρειες για
τα πρώτα χρόνια της αυτοκράτειρας, πρέπει να αντιμετωπιστούν με κάποιο
σκεπτικισμό, δεδομένου ότι όλες προέρχονται από τον Προκόπιο, του οποίου
βασικός σκοπός υπήρξε να δυσφημίσει με τα «Ανέκδοτά» του τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα. Μετά από την
πολύ θυελλώδη νεανική περίοδο της ζωής της, η Θεοδώρα εξαφανίστηκε από την
πρωτεύουσα για να ζήσει λίγα χρόνια στην Αφρική. Όταν γύρισε στην
Κωνσταντινούπολη δεν ήταν πια η παλιά άστατη ηθοποιός. Εγκατέλειψε το θέατρο
και ζούσε μια μοναχική ζωή, αφιερώνοντας αρκετό μέρος του καιρού της στο να
κλώθει μαλλί και στο να ασχολείται με θρησκευτικά ζητήματα, μέχρι που την είδε
για πρώτη φορά ο Ιουστινιανός.
Η
ομορφιά της του έκανε μεγάλη εντύπωση. Την πήρε στην αυλή, της έδωσε τον τίτλο
της Πατρικίας και γρήγορα την παντρεύτηκε. Όταν ανέβηκε στο θρόνο η Θεοδώρα
έγινε αυτοκράτειρα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και απέδειξε ότι ήταν αρκετά
ικανή για τη νέα και υψηλή της θέση. Παρέμεινε πιστή σύζυγος και έδειξε μεγάλο
ενδιαφέρον για τις υποθέσεις του κράτους, διαθέτοντας μια εξαιρετική
δραστηριότητα και εξασκώντας μεγάλη επιρροή σε όλες τις πράξεις του
Ιουστινιανού. Στη διάρκεια της επανάστασης του 532, για την οποία θα μιλήσουμε
αργότερα, η Θεοδώρα έπαιξε έναν από τους πιο σημαντικούς ρόλους. Με τη δράση
της και την ενεργητικότητά της έσωσε, ίσως, την αυτοκρατορία από περισσότερες
ταραχές. Στο θρησκευτικό τομέα υποστήριξε επίσημα τους Μονοφυσίτες, και ήρθε
έτσι σε τέλεια αντίθεση με τον ταλαντευόμενο σύζυγό της, ο οποίος υποστήριξε,
στη διάρκεια της βασιλείας του, τους Ορθόδοξους, αν και έκανε μερικές
υποχωρήσεις στους Μονοφυσίτες. Η Θεοδώρα έδειξε περισσότερη κατανόηση, από τον Ιουστινιανό,
για τη σημασία των ανατολικών επαρχιών, που ακολούθησαν τον Μονοφυσιτισμό και
που αποτελούσαν το πιο ζωτικό τμήμα της αυτοκρατορίας και προσπάθησε σταθερά να
καλλιεργήσει ειρηνικές σχέσεις με αυτές τις επαρχίες. Η Θεοδώρα πέθανε από
καρκίνο το 548, αρκετά πριν πεθάνει ο Ιουστινιανός.
Στο περίφημο μωσαϊκό του 6ου αιώνα της εκκλησίας
του Αγίου Βιτάλη, στη Ραβέννα, η Θεοδώρα φαίνεται ντυμένη με αυτοκρατορικούς
χιτώνες και περιστοιχισμένη από τους αυλικούς της. Σύγχρονοι και μεταγενέστεροι
της Θεοδώρας εκκλησιαστικοί συγγραφείς, είναι πολύ σκληροί, όταν αναφέρονται
στο χαρακτήρα της. Παρόλα αυτά όμως, στο ορθόδοξο ημερολόγιο βλέπουμε, στις 14
Νοεμβρίου να μνημονεύεται «η
κοίμηση του Ορθόδοξου βασιλέως Ιουστινιανού και η μνήμη της βασίλισσας Θεοδώρας». Η Θεοδώρα θάφτηκε στην εκκλησία των Αγίων
Αποστόλων.
Η εξωτερική
πολιτική του Ιουστινιανού
v:shapes="BLOGGER_PHOTO_ID_5409161441627624802">
Οι πολυάριθμοι πόλεμοι του Ιουστινιανού υπήρξαν εν
μέρει επιθετικοί και εν μέρει αμυντικοί. Οι πρώτοι διεξήχθηκαν
κατά των βαρβαρικών γερμανικών κρατών της Δυτικής Ευρώπης, ενώ οι δεύτεροι
έγιναν εναντίον της Περσίας, στην Ανατολή, και κατά των Σλάβων, στο Βορρά.
Οι κύριες δυνάμεις κατευθύνθηκαν προς τη Δύση,
όπου η στρατιωτική δράση του στρατού του Βυζαντίου στέφθηκε από πλήρη επιτυχία.
Οι Βάνδαλοι, οιΟστρογότθοι και εν
μέρει οι Βησιγότθοι, αναγκάστηκαν να υποταχθούν στον αυτοκράτορα του
Βυζαντίου, ενώ η Μεσόγειος θάλασσα μεταβλήθηκε σχεδόν σε μια «λίμνη» του
Βυζαντίου. Στα διατάγματά του ο Ιουστινιανός τιτλοφορείται Καίσαρ Φλάβιος Ιουστινιανός (Alamannicus, Gothicus, Germanicus, Anticus, Alanicus, Vandalicus, Africanus). Αλλά αυτή η φαινομενική λαμπρότητα έχει και την αντίθετη
όψη της. Η επιτυχία πληρώθηκε πολύ ακριβά από την αυτοκρατορία, επειδή είχε σαν
αποτέλεσμα την πλήρη οικονομική εξάντληση του κράτους. Το γεγονός ότι ο στρατός
μεταφέρθηκε στη Δύση, συντέλεσε στο να μείνει ανοικτή στις επιθέσεις των Περσών,
των Σλάβων και των Ούννων η Ανατολή και ο Βορράς.
Οι κύριοι εχθροί της αυτοκρατορίας, κατά τον
Ιουστινιανό, ήταν οι Γερμανοί. Έτσι, τον 6ο αιώνα, εμφανίζεται και πάλι στην
αυτοκρατορία το γερμανικό πρόβλημα, με τη διαφορά ότι ενώ τον 5ο αιώνα κτυπούσαν
οι Γερμανοί την αυτοκρατορία, τον 6ο αιώνα η αυτοκρατορία πίεζε τους Γερμανούς.
Ο Ιουστινιανός ανέβηκε στο θρόνο έχοντας τις ιδέες
ενός αυτοκράτορα εξίσου Ρωμαίου και Χριστιανού. Θεωρώντας τον εαυτό του διάδοχο
των Ρωμαίων Καισάρων, πίστευε ότι ήταν ιερό καθήκον του να αποκαταστήσει μια
ενιαία αυτοκρατορία με τα ίδια σύνορα που είχε τον 1ο και 2ο αιώνα. Σαν
Χριστιανός άρχοντας, δεν μπορούσε να επιτρέψει στους Αρειανούς
Χριστιανούς να καταπιέζουν τους Ορθόδοξους. Οι άρχοντες της Κωνσταντινούπολης,
νόμιμοι διάδοχοι των Καισάρων, είχαν ιστορικά δικαιώματα στη Δυτική Ευρώπη, την
οποία την εποχή αυτή κατείχαν οι βάρβαροι. Οι Γερμανοί βασιλείς ήταν απλοί
υποτελείς του αυτοκράτορα του Βυζαντίου, ο οποίος τους είχε εξουσιοδοτήσει να
βασιλεύουν στην Δύση. Ο Φράγκος βασιλιάς Κλόβις είχε πάρει
το αξίωμα του Ύπατου από τον Αναστάσιο, ο οποίος αναγνώρισε επίσημα το βασιλιά
των Οστρογότθων Θεοδώριχο. Όταν ο Ιουστινιανός αποφάσισε να πολεμήσει τους
Γότθους, έγραφε: «Οι
Γότθοι, έχοντας με τη βία κατακτήσει την Ιταλία μας, αρνήθηκαν να μας την
επιστρέψουν». Παρέμενε, όπως
πίστευε, ο φυσικός κυρίαρχος όλων των βασιλέων που βρίσκονταν μέσα στα όρια της
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σαν Χριστιανός αυτοκράτορας, ο Ιουστινιανός είχε σαν
αποστολή του τη διάδοση της αληθινής πίστης στους απίστους, αιρετικούς ή
ειδωλολάτρες. Η θεωρία αυτή, που ανέπτυξε τον 4ο αιώνα ο Ευσέβιος, υπήρχε ακόμα
τον 6ο αιώνα. Για την εκπλήρωση του καθήκοντός του, ο Ιουστινιανός έθετε ως
βασικό σκοπό την επανίδρυση μιας ενιαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που έφτανε
πριν στις ακτές των δύο ωκεανών και την οποία οι Ρωμαίοι έχασαν χάρη στην
απροσεξία τους. Με βάση την παλιά αυτή θεωρία, ο Ιουστινιανός πίστευε επίσης
ότι ήταν καθήκον του να εισάγει στην αυτοκρατορία μια μόνο χριστιανική πίστη
ανάμεσα στους σχισματικούς και στους ειδωλολάτρες. Αυτή ήταν η ιδεολογία του
Ιουστινιανού, η οποία οδήγησε αυτόν τον πολιτικό στο να ονειρευτεί την
κατάκτηση όλου του τότε γνωστού κόσμου.
Θα πρέπει όμως να θυμηθούμε ότι οι μεγάλες
επιδιώξεις του αυτοκράτορα δεν ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα προσωπικών του
απόψεων, επειδή φαίνονταν πολύ φυσικές στο λαό των επαρχιών, που είχαν
κατακτήσει οι Βάρβαροι. Οι ντόπιοι κάτοικοι των επαρχιών που έπεσαν στα χέρια
των Αρειανών, θεωρούσαν τον Ιουστινιανό, σαν τον μόνο
προστάτη τους. Η κατάσταση στη Βόρειο Αφρική ήταν πολύ δύσκολη. Εκεί οι
Βάνδαλοι έκαναν φοβερούς διωγμούς εναντίον των ντόπιων Ορθοδόξων, βάζοντας στη
φυλακή πολλά άτομα, λαϊκούς και κληρικούς και κάνοντας κατάσχεση στις
περιουσίες τους. Πρόσφυγες και εξόριστοι, από την Αφρική, ανάμεσα στους οποίους
ήταν πολλοί Ορθόδοξοι επίσκοποι, έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ικέτευαν
τον αυτοκράτορα να εκστρατεύσει κατά των Βανδάλων, διαβεβαιώνοντάς τον ότι την
εκστρατεία αυτή θα ακολουθούσε μια γενική επανάσταση των ντόπιων.
Μια παρόμοια κατάσταση υπήρχε στην Ιταλία, όπου οι
ντόπιοι, παρά τη θρησκευτική ανεκτικότητα του Θεοδώριχου και το σεβασμό που
αυτός είχε για το ρωμαϊκό πολιτισμό, διατηρούσαν μια κρυφή δυσαρέσκεια,
αποβλέποντας στην Κωνσταντινούπολη, από όπου περίμεναν βοήθεια για την απελευθέρωση
της χώρας τους και την αποκατάσταση της ορθόδοξης πίστης.
Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι
βάρβαροι βασιλείς υποστήριζαν τα φιλόδοξα σχέδια του αυτοκράτορα. Επέμεναν να
εκδηλώνουν βαθύ σεβασμό για την αυτοκρατορία, να δείχνουν με διάφορους τρόπους
την υποταγή τους στον αυτοκράτορα, να αγωνίζονται για την απόκτηση ανώτερων
ρωμαϊκών τίτλων, να χαράσσουν τη φυσιογνωμία του αυτοκράτορα στα νομίσματά τους
κλπ. Ο Γάλλος επιστήμονας Diehl λέει ότι οι βασιλείς
αυτοί ευχαρίστως θα επαναλάμβαναν τα λόγια του Βησιγότθου
αρχηγού, που έλεγε ότι «ο
αυτοκράτορας είναι, χωρίς αμφιβολία, επί γης θεός και όποιος στασιάζει εναντίον
του, είναι ένοχος θανάτου».
Παρά την ευνοϊκή για τον Ιουστινιανό κατάσταση που
επικρατούσε στην Αφρική και την Ιταλία, οι πόλεμοι εναντίον των Βανδάλων και
των Οστρογότθων, υπήρξαν εξαιρετικά δύσκολοι και μακροχρόνιοι.
….
Περισσότερα στο: Ο
Ιουστινιανός και οι διάδοχοί του [11]
....
Ο Ιουστινιανός ανέλαβε το τεράστιο έργο της
σύνθεσης ενός κώδικα όλων των αυτοκρατορικών νόμων, μέχρι την εποχή του, καθώς
και της αναθεώρησης των παλαιών νομικών συγγραμμάτων. Ο κύριος βοηθός του και η
ψυχή του όλου έργου υπήρξε ο Τριβωνιανός.
v:shapes="BLOGGER_PHOTO_ID_5411528311777582018">
Το έργο προχώρησε με εκπληκτική ταχύτητα. Το
Φεβρουάριο του 528 ο αυτοκράτορας όρισε μια επιτροπή από δέκα ειδικούς, μαζί με
τον Τριβωνιανό, που ήταν «το δεξί χέρι του
αυτοκράτορα στη μεγάλη νομοθετική του προσπάθεια» και του Θεόφιλου, καθηγητή του Δικαίου. Έργο της επιτροπής ήταν η
αναθεώρηση των τριών παλαιότερων κωδίκων, η απάλειψη από αυτούς του
απαρχαιωμένου υλικού και η συστηματοποίηση των νόμων που κυκλοφόρησαν μετά την
έκδοση του Θεοδοσιανού Κώδικα. Αποτέλεσμα όλης αυτής
της εργασίας υπήρξε η συλλογή όλων των έργων και η έκδοση, τον Απρίλιο του 529,
του Κώδικα του Ιουστινιανού (Codex Justinianus). Ο κώδικας αυτός διαιρείτο
σε δέκα βιβλία, που περιείχαν τους νόμους που εκδόθηκαν απ’ την εποχή του
αυτοκράτορα Αδριανού μέχρι τον Ιουστινιανό, και έγινε πλέον - ακυρώνοντας τους
τρεις πιο παλιούς κώδικες - ο μόνος αυθεντικός κώδικας νόμων της αυτοκρατορίας.
v:shapes="BLOGGER_PHOTO_ID_5411529431622793858">
v:shapes="BLOGGER_PHOTO_ID_5411529953282516306">
Το 530 ο Τριβωνιανός ανέλαβε να οργανώσει μια
επιτροπή που θα αναθεωρούσε τα έργα όλων των κλασικών νομομαθών, θα τα
περιέκοβε, θα απέρριπτε κάθε απαρχαιωμένο υλικό, θα αφαιρούσε όλες τις
αντιφάσεις και θα τακτοποιούσε όλο το υλικό, που θα απέμενε, σε κάποια οριστική
τάξη. Για επιτευχθεί ο σκοπός αυτός η επιτροπή έπρεπε να διαβάσει και να
μελετήσει περίπου 2.000 βιβλία, τα οποία περιείχαν πάνω από 3.000.000 γραμμές.
Το τεράστιο αυτό έργο, που, όπως λέει ο Ιουστινιανός, «πριν διαταχθεί η εκτέλεσή
του, κανείς δε μπορούσε να φανταστεί ότι ήταν ανθρώπινα κατορθωτό» και το οποίο «απάλλαξε τη Jus vetus από κάθε περιττό πλεονασμό» συμπληρώθηκε μέσα σε τρία χρόνια. Ο νέος Κώδικας
που δημοσιεύθηκε το 533, υποδιαιρέθηκε σε πενήντα βιβλία, ονομάστηκεDigestorum ή Πανδέκτης (Pandectae) και χρησιμοποιήθηκε αμέσως από τους νομικούς
κύκλους της αυτοκρατορίας.
Αν και ο Πανδέκτης του Ιουστινιανού είναι πολύ
σπουδαίος, η βιασύνη με την οποία έγινε, είχε σαν αποτέλεσμα να είναι σε μερικά
σημεία ελλιπής. Είχε πολλές επαναλήψεις, αντιθέσεις και μερικές τελείως
απαρχαιωμένες αποφάσεις. Επιπλέον, η πλήρη εξουσιοδότηση, που είχε η επιτροπή
για τη συντόμευση των κειμένων, την ερμηνεία τους και τη σύνθεση πολλών
κειμένων σ’ ένα, είχε σαν αποτέλεσμα κάποια αυθαιρεσία, που μερικές φορές
έφτασε στο σημείο να ακρωτηριάσει τα αρχαία κείμενα. Υπήρχε μια αισθητή έλλειψη
ενότητας στο έργο αυτό, έλλειψη που προκάλεσε δυσμενή κριτική του Πανδέκτη από
τη μεριά των νομομαθών του 19ου αιώνα, οι οποίοι εκτιμούσαν πολύ το κλασικό
Ρωμαϊκό Δίκαιο. Παρόλα αυτά όμως, η πρακτική αξία του Πανδέκτη υπήρξε μεγάλη.
Παράλληλα, το έργο αυτό διέσωσε αποσπάσματα των κλασικών ρωμαϊκών νομικών
συγγραμμάτων, που δεν έχουν διασωθεί στο πρωτότυπο.
Στη διάρκεια της επεξεργασίας του Πανδέκτη, ο
Τριβωνιανός κι οι δύο συνεργάτες του Θεόφιλος (αναφέρεται
παραπάνω) και Δωρόθεος, καθηγητής στη Βηρυτό, ήταν απασχολημένοι με τη
λύση ενός άλλου προβλήματος. Όπως λέει ο Ιουστινιανός, δεν ήταν όλοι «ικανοί να φέρουν το βάρος
όλου αυτού του πλήθους των γνώσεων», δηλαδή του Κώδικα και του Πανδέκτη. Οι νέοι
π.χ. «οι
οποίοι βρίσκονται στα προπύλαια και θέλουν να μπουν στο ναό της δικαιοσύνης» δε μπορούσαν να γίνουν κύριοι όλου του υλικού
των δύο μεγάλων έργων, πράγμα που παρουσίαζε επιτακτική την ανάγκη της έκδοσης
ενός πρακτικού, γι’ αυτούς, εγχειριδίου. Ένα τέτοιο νομικό εγχειρίδιο, που προοριζόταν
αρχικά για τους σπουδαστές, εκδόθηκε το 533. Διαιρείτο
σε 4 βιβλία και ονομαζότανInstitutiones (Εισηγήσεις). Όπως λέει ο Ιουστινιανός, οι «Εισηγήσεις» αυτές είχαν σκοπό να οδηγήσουν «όλες τις θολές πηγές της Jus vetus σε μια καθαρή λίμνη». Το διάταγμα, που ενέκρινε τις Institutiones, απευθυνόταν προς «τους νέους που είχαν το
ζήλο και την προθυμία να γνωρίσουν τους νόμους» (cupidae legum juventuti).
Στη διάρκεια της επεξεργασίας του Πανδέκτη και των
Εισηγήσεων, η τρέχουσα νομοθεσία δεν είχε ακόμα διαμορφωθεί οριστικά. Πολλά νέα
διατάγματα εκδίδονταν, ενώ αρκετά ζητήματα είχαν ανάγκη αναθεώρησης. Δηλαδή, η
έκδοση του Κώδικα του 529 δεν ήταν πια, σε πολλά σημεία, επίκαιρη με αποτέλεσμα
να γίνει μια νέα αναθεώρηση που συμπληρώθηκε το 534. Το Νοέμβριο εκδόθηκε σε 12
βιβλία η δεύτερη έκδοση του αναθεωρημένου και επαυξημένου Κώδικα, με τον τίτλο Codex repetitae praelectionis. Η έκδοση αυτή ακύρωσε την παλαιά, του 529, και
περιέλαβε τα διατάγματα που εκδόθηκαν από την εποχή του Αδριανού μέχρι το 534.
Η πρώτη έκδοση του Κώδικα δεν έχει διασωθεί.
Τα διατάγματα που κυκλοφόρησαν μετά το 534
ονομάζονταν «Νεαραί» (Novellae). Σε αντίθεση με τον Κώδικα, τον Πανδέκτη και τις
Εισηγήσεις που γράφτηκαν Λατινικά, οι περισσότεροι από τους νέους νόμους του
Ιουστινιανού (Νεαραί) γράφτηκαν Ελληνικά. Το γεγονός
αυτό υπήρξε μια σπουδαία παραχώρηση στις επιταγές της πραγματικότητας από έναν
αυτοκράτορα που ζούσε στα πλαίσια της ρωμαϊκής παράδοσης. Σ’ ένα νέο νόμο του ο
Ιουστινιανός γράφει: «Δεν
γράψαμε το νόμο αυτό στην ντόπια λατινική γλώσσα, αλλά στην ομιλούμενη ελληνική
με το σκοπό να γίνει εύκολα κατανοητός από όλους». Παρά το γεγονός ότι ο Ιουστινιανός ήθελε να
συγκεντρώσει όλους τους νέους νόμους σε μια συλλογή, η επιθυμία του δεν
πραγματοποιήθηκε, αν και έγιναν ορισμένες ιδιωτικές συλλογές τους στη διάρκεια
της βασιλείας του. Οι Νεαραί θεωρούνται ως η
τελευταία εκδήλωση του νομοθετικού έργου του Ιουστινιανού και χρησιμεύουν ως
μια από τις κύριες πληροφοριακές πηγές για την ιστορία αυτής της εποχής.
….
Ο Ιουστινιανός έγινε διεθνώς γνωστός χάρη στο
νομοθετικό του έργο, το οποίο είναι πράγματι πολύ σπουδαίο. Η γνώμη του ήταν ότι
ένας αυτοκράτορας «δεν πρέπει
να δοξάζεται μόνο με τα όπλα, αλλά και να οπλίζεται με τους νόμους, έτσι ώστε
να μπορεί να αντιμετωπίζει σωστά την περίοδο της ειρήνης όπως και την περίοδο
του πολέμου. Ο αυτοκράτορας πρέπει να είναι ο ισχυρός προστάτης του δικαίου,
ακριβώς όπως είναι ο θριαμβευτής νικητής των εχθρών».
Ο Κώδικας του Ιουστινιανού διέσωσε
το Ρωμαϊκό Δίκαιο, το οποίο έδωσε τις βασικές αρχές για τους νόμους που
ρυθμίζουν τη ζωή της σύγχρονης κοινωνίας.
Να σημειώσουμε το κτίσιμο της εκκλησίας της Αγίας Σοφίας και την πιθανή
αγιότητά του (αν βρούμε κάποιο συναξάρι θα επανέλθουμε).
Για το κτίσιμο της αγίας Σοφίας προτείνουμε την εκπομπή