Ημ. Εορτής: 17
Ιανουαρίου
Ημ. Γέννησης:
346 μ.Χ.
Ημ.
Κοιμήσεως: 395 μ.Χ.
Ὁ Μέγας Θεοδόσιος καταγόταν ἀπὸ
τὴν Ἰβηρία καὶ γεννήθηκε τὸ 346
μ.Χ. Ἦταν υἱὸς
τοῦ στρατηγοῦ
Θεοδοσίου, Κόμητος τῆς
Ἀφρικῆς, ὁ
ὁποῖος εἶχε
διαπρέψει ἐπὶ τοῦ
αὐτοκράτορα Οὐαλεντιανοῦ
(364 – 378 μ.Χ.) καὶ θανατώθηκε ἄδικα μετὰ ἀπὸ συκοφαντίες. Τότε ὁ
υἱός του, ὁ ὁποῖος, ἐπίσης,
εἶχε διακριθεῖ γιὰ τὴν εὐσέβειά του καὶ τὰ στρατηγικὰ
προτερήματά του, ἀποτραβήχτηκε στὰ πατρογονικά του κτήματα στὴν
Ἱσπανία καὶ ἀπεῖχε ἀπὸ
κάθε ὑπηρεσία.
Ὅταν ὁ νέος αὐτοκράτορας
τῆς Δύσεως Γρατιανὸς
κληρονόμησε καὶ τὸ
Ἀνατολικὸ τμῆμα
τῆς αὐτοκρατορίας,
τὸν πῆρε κοντά
του ὡς συνεργάτη. Μόλις ἔφθασε
στὴν αὐλὴ
ὁ Θεοδόσιος προήχθη σὲ
«στρατηλάτη τῆς ἵππου»
καὶ μὲ αὐτὸ τὸ βαθμό,
κατόρθωσε νὰ κερδίσει μία ἀρκετὰ
ἐντυπωσιακὴ νίκη κατὰ
τῶν Σαρματῶν, ποὺ ἐπωφελούμενοι τῆς γενικῆς ἀναταραχῆς εἶχαν
στὸ μεταξὺ εἰσβάλει στὸ ρωμαϊκὸ ἔδαφος. Ἡ ἀνταμοιβὴ γιὰ τὴ νίκη ἦταν ἡ προαγωγὴ στὸ ὕπατο ἀξίωμα: ὁ Γρατιανὸς τὸν ἔστεψε Αὔγουστο τῆς Ἀνατολῆς στὴν
πόλη Σίρμιον ποὺ
βρισκόταν στὸ κέντρο τῆς
Ρωμαϊκῆς Εὐρώπης.
Ἡ στέψη ἔγινε στὶς 19 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 379 μ.Χ. Ὁ Θεοδόσιος ἦταν τότε
τριάντα τριῶν ἐτῶν.
Πρῶτο ἔργο τοῦ
νέου Αὐγούστου ἦταν
νὰ καταπολεμήσει τοὺς
Γότθους στὴν Ἰλλυρία.
Ἀλλὰ πρὶν
συντελεσθεῖ τὸ ἔργο αὐτό, ὁ Θεοδόσιος κέρδισε ἄλλο
τρόπαιο ἐπὶ τοῦ
ἐδάφους τῆς
πίστεως καὶ τῆς
Ὀρθοδοξίας. Μὲ
διάταγμα, τὸ ὁποῖο
ἐξέδωσε στὶς 27
Φεβρουαρίου τοῦ 380 μ.Χ., ὁ
Θεοδόσιος καθόριζε ἐπὶ δογματικοῦ ἐπιπέδου τὴν ἔννοια τῆς Ὀρθοδοξίας, διεκήρυξε ὅτι μόνο οἱ παραδεχόμενοι τὶς ἀποφάσεις τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ
συνῆλθε στὴ
Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ἐδικαιοῦντο
νὰ ὀνομάζονται Χριστιανοὶ καὶ ὅτι στοὺς αἱρετικοὺς δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ
σφετερίζονται τὸ ὄνομα
τῆς Ἐκκλησίας.
Τέλος μὲ τὴ
δημοσίευση ἐνὸς ἀκόμη
νόμου, γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ ὁποίου χρειάσθηκε νὰ ἐπέμβει ὁ στρατός, ἀπαίτησε τὴν ἀπόδοση ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν στοὺς Ὀρθοδόξους.
Ἦταν δὲ τότε στὴν
Κωνσταντινούπολη, ὁ Ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος,
ὁ ὁποῖος εἶχε προσκληθεῖ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς πρὸς
καταπολέμηση τῶν αἱρετικῶν
καὶ μάλιστα τῶν
Ἀρειανῶν. Καὶ
ἐπειδὴ τὰ
φλογερὰ καὶ εὔγλωττα κηρύγματά του, συνδυαζόμενα μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του, εἵλκυσαν
πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη πίστη ἀμέτρητα
πλήθη, οἱ Ἀρειανοί,
οἱ ὁποῖοι
ἐπὶ αὐτοκράτορα
Οὐάλεντου εἶχαν
γίνει πανίσχυροι στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ εἶχαν ἁρπάξει ὅλες τὶς ἐκκλησίες τῶν Ὀρθοδόξων, ἐκτὸς τοῦ μικροῦ παρεκκλησίου τῆς
Ἁγίας Ἀναστασίας,
σχεδίαζαν νὰ τὸν
διώξουν ἀπὸ τὴν
βασιλεύουσα. Ἀλλὰ ὁ
Θεοδόσιος ἔδωσε ἄλλη
στροφὴ στὰ
πράγματα. Ἐκδίωξε ἀπὸ
τὸν πατριαρχικὸ
θρόνο τὸν Ἀρειανὸ
Ἐπίσκοπο Δημόφιλο καὶ παρεχώρησε τὴν
θέση του στὸν Ἅγιο
Γρηγόριο.
Ἡ μεγάλη αὐτὴ εὐεργεσία τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου πρὸς τὴν Ἐκκλησία εἶχε λαμπρότερη ἀκόμα
συνέχεια. Κατὰ τὸ
ἔτος 381 μ.Χ., μὲ
τὴν εὐσεβὴ
φροντίδα του καὶ ἐνέργεια,
συγκροτήθηκε ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ
Σύνοδος ποὺ ἐπικύρωσε
τὴ δογματικὴ
διατύπωση τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου περὶ τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ, συμπλήρωσε τὸ
Σύμβολο τῆς Πίστεως προσθέτοντας καὶ τὸν περὶ Ἁγίου Πνεύματος Ὅρο, ἐναντίων τῆς πνευματομάχου
διδασκαλίας τοῦ Μακεδονίου καὶ
κανόνισε τὰ τῆς
νομίμου κατοχῆς διαφόρων ἀρχιερατικῶν
θρόνων, ἡ ὁποία
εἶχε διαταραχθεῖ
ἐπὶ τῆς
παντοδυναμίας τῶν Ἀρειανῶν.
Δύο ἀκόμη Σύνοδοι συνεκλήθησαν στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ
382 καὶ τὸ 383
μ.Χ. Σκοπός τους ἦταν, ἀντίστοιχα,
ἡ ὑπογράμμιση τῆς αὐτονομίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἡ θεαματικὴ καταδίκη κάθε μορφῆς
Ἀρειανισμοῦ. Συμπληρώνοντας τὸ ἔργο του ὁ θεοφρούρητος βασιλέας, ἐξέδωσε ἀλλεπάλληλα
διατάγματα κατὰ τῶν
αἱρετικῶν (Μανιχαίων,
Ἀρειανῶν, Πνευματομάχων
καὶ ἄλλων), μὲ τὰ ὁποῖα καθορίστηκαν καὶ
οἱ ποινὲς τῶν ἀποστατῶν. Οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων ἐφαρμόστηκαν
αὐστηρά. Ἐπανέλαβε
ἔντονα τὸν νόμο
περὶ Κυριακῆς ἀργίας, ἀπαγόρευσε τὰ θεάματα τοῦ ἀμφιθεάτρου καὶ τοῦ ἱπποδρόμου τὴν Κυριακὴ καὶ θέσπισε μέτρα κατὰ
τῆς ἐμπορίας τῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων Μαρτύρων. Ἐμπόδισε
τὶς εἰδωλολατρικὲς
θυσίες, τὴ λατρεία τῶν
εἰδώλων, κάθε δημόσια καὶ
ἀπόκρυφη τελετὴ
τῶν εἰδωλολατρῶν,
καὶ κατήργησε, τὸ
394 μ.Χ., διὰ νόμου, τοὺς
ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες,
ποὺ χρησίμευαν στὴ
διατήρηση τῆς πλάνης τῶν
εἰδώλων. Ἡ αὐτοκρατορία ἦταν πιὰ χριστιανικὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου ἔστρεφε
καὶ παγίωνε τὸ ἔργο τοῦ Μεγάλου
Κωνσταντίνου. Γιὰ τὴν
προσφορά του στὴν Ἐκκλησία
ἀλλὰ καὶ τὸ τεράστιο σημαντικὸ
πολιτικὸ ἔργο
του κέρδισε τὸν τίτλο «Μέγας». Καὶ ὁ Παυλίνος, Ἐπίσκοπος Νώλης, μέσα ἀπὸ τὰ γραφόμενά του ἐγκωμιάζει στὸ
πρόσωπο τοῦ βασιλέως «ὄχι
τόσο τὸν αὐτοκράτορα,
ὅσο τὸν δοῦλο τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἰσχυρὸ ὄχι στὴ μεγαλοπρέπεια τοῦ
δυνάστου, ἀλλὰ στὴν ταπεινοφροσύνη τοῦ
ὑπηρέτου, τὸν πρῶτο πολίτη, ὄχι
χάρη στὸ βασιλικὸ
ἀξίωμα, ἀλλὰ
χάρη στὴν πίστη του».
Ὁ Μέγας Θεοδόσιος ἦταν πρότυπο ἡγεμόνος, πλήρης εὐσέβειας
καὶ δικαιοσύνης καὶ
εἶχε τὸ χάρισμα
τῆς ταπεινώσεως καὶ
τῆς συνεχοῦς
μετάνοιας. Δύο περιστατικὰ τῆς
ζωῆς του ὁμιλοῦν
γι’ αὐτό.
Ἦταν τὸ 387 μ.Χ. ποὺ
ὁ Ἅγιος ἀποφάσισε νὰ
τιμωρήσει αὐστηρά, μὲ
ποινὴ αἵματος, τοὺς κατοίκους τῆς
μεγάλης Θεουπόλεως Ἀντιόχειας.
Οἱ Ἀντιοχειανοὶ
εἶχαν ἐξεγερθεῖ
καὶ εἶχαν
καταρρίψει ὅλους τοὺς
ἀνδριάντες ποὺ ὑπῆρχαν πρὸς τιμὴ τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τῆς συζύγου τοῦ Πλακίλλας. Ἡ αὐτοκράτειρα ἡ ἴδια ἀλλὰ καὶ ὁ Πατριάρχης τῆς πόλεως Φλαβιανὸς συμπαραστατούμενοι ἀπὸ
τοὺς μοναχοὺς τῆς περιοχῆς, ἱκέτευαν τὸ βασιλέα
Θεοδόσιο νὰ φανεῖ
σπλαγχνικὸς καὶ
νὰ τοὺς
συγχωρήσει. Πράγματι, ὁ Θεοδόσιος ἄλλαξε ἀπόφαση καὶ τὸ Πάσχα τοῦ 387 μ.Χ. ἔδωσε ἀμνηστία.
Τὸ ἄλλο γεγονὸς
συνέβη τὸ ἔτος
390 μ.Χ., ὅταν ὁ
Θεοδόσιος ἔγινε καὶ
αὐτοκράτορας τῆς
Δύσεως. Ἐγκαταστάθηκε στὰ
Μεδιόλανα, τὸ σημερινὸ
Μιλάνο τῆς Ἰταλίας,
καὶ τιμώρησε μὲ
πολὺ αὐστηρὸ
τρόπο μία ἐξέγερση τῶν
Θεσσαλονικέων, δίδοντας διαταγὴ νὰ θανατώσουν πολλὲς
χιλιάδες ἀνθρώπων στὸ
ἀμφιθέατρο τῆς
πόλεως. Κάποιος δημοφιλὴς ἡνίοχος
τοῦ ἱππόδρομου εἶχε κατηγορηθεῖ γιὰ ἐγκληματικὴ
πράξη καὶ εἶχε φυλακισθεῖ ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸ τῆς ἐκεῖ φρουρᾶς Βουθέριχο. Ἀλλὰ τὸ πλῆθος, προκειμένου νὰ
γίνουν οἱ ἱπποδρομίες,
ἀπαίτησε τὴν ἀποφυλάκιση τοῦ ἡνιόχου. Ὁ Βουθέριχος ἀρνήθηκε, ἀλλὰ ὁ λαὸς στασίασε καὶ
φόνευσε τὸν Βουθέριχο
καὶ πολλοὺς στρατιῶτες. Ὁ θυμὸς ποὺ ἔνιωθε ὁ Θεοδόσιος ἦταν τόσο μεγάλος πού, ὑπακούοντας
στὴν παρόρμηση τῆς
στιγμῆς, διέταξε νὰ
περικυκλώσει ὁ στρατὸς
τὸν ἱππόδρομο τὴν ἡμέρα τῶν ἀγώνων καὶ νὰ σφάξει ὅλους τους θεατές. Γιὰ
τὴ διαταγὴ αὐτὴ ἀμέσως
μετανόησε ὁ Θεοδόσιος, ἀλλὰ
ἡ ἀνάκλησή της ἔφτασε στὴ
Θεσσαλονίκη ἀφοῦ πιὰ
εἶχαν σφαγεῖ ἑπτὰ χιλιάδες πολίτες. Μετὰ
ἀπὸ αὐτὸ
τὸ ἔγκλημα, ὅταν ὁ Θεοδόσιος
θέλησε νὰ εἰσέλθει
στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Μιλάνου, ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος στάθηκε στὴ
θύρα καὶ ἀπαγόρευσε
τὴν εἴσοδο στὸν αὐτοκράτορα. Ὅλοι περίμεναν τὸ
ξέσπασμα τοῦ θυμοῦ
τοῦ Θεοδοσίου. Ὅμως
ἐκεῖνος ὑπάκουσε
ταπεινά, ζήτησε μὲ δάκρια στὰ
μάτια συγγνώμη καὶ ταπεινωμένος γύρισε στὰ ἀνάκτορα. Ἐκτέλεσε τὸν κανόνα τῆς μετάνοιας ποὺ τοῦ ἔβαλε ὁ Ἐπίσκοπος καὶ ὅταν τὸ ἐπιτίμιο
συμπληρώθηκε, ὁ Θεοδόσιος, ὕστερα
ἀπὸ ὀκτὼ
μῆνες, προσῆλθε
στὴν Ἐκκλησία, σὰν ἕνας κοινὸς ἄνθρωπος, μὲ ἕναν ἁπλὸ χιτώνα, χωρὶς
κανένα διακριτικὸ τοῦ
ἀξιώματός του, ἄκουσε
τὴ συγχωρητικὴ εὐχὴ καὶ
κοινώνησε κατὰ τὴν
ἑορτὴ τῶν
Χριστουγέννων λέγοντας τὸν λόγο τοῦ Δαυίδ: «Ἐκολλήθη τῷ ἐδάφει ἡ ψυχή μου, ζῆσόν με κατὰ τὸν λόγον σου». Καρπὸς τῆς μετάνοιάς
του, ποὺ παραδειγμάτισε τὸν
λαό του, ἦταν ἕνας
νόμος ποὺ ἔλεγε
πὼς κανεὶς
καταδικασμένος σὲ θάνατο δὲν
θὰ ἐκτελεῖτο,
ἂν δὲν περνοῦσαν τριάντα ἡμέρες
ἀπὸ τὴν
λήψη τῆς καταδικαστικῆς
ἀποφάσεως.
Τόση
ἦταν ἡ μετάνοια
τοῦ Θεοδοσίου τοῦ
Μεγάλου, ὥστε ὁ
Ἅγιος Θεὸς εὐδόκησε νὰ τοῦ δωρίσει τὸ χάρισμα
τῆς θαυματουργίας. Διηγοῦνται
οἱ βιογράφοι του, ὅτι
κατὰ τὴν
διάρκεια ἐνὸς προσκυνήματός του στὰ Ἱεροσόλυμα, ὁ αὐτοκράτορας ἐμφανίστηκε ἐνδεδυμένος
σὰν ἁπλὸς
ἄνθρωπος καὶ
πλησιάζοντας τὶς θύρες τοῦ
ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως προσευχόταν. Τότε, οἱ
πόρτες ἄνοιξαν μόνες τους διάπλατα καὶ ὁ ναὸς ἄστραφτε στὸ φῶς. Ὁ Κύριος ὑποδεχόταν τὸν ταπεινὸ αὐτοκράτορα καὶ δοῦλό Του.
Ὁ Θεοδόσιος εἶχε ἀντιγράψει μὲ τὸ χέρι του ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο μελετοῦσε καθημερινά. Ἔλεγε
πὼς χαιρόταν περισσότερο ποὺ
ἦταν μέλος τῆς Ἐκκλησίας παρὰ ἐπίγειος βασιλέας. Ὅμως
οἱ κακουχίες τῶν
δεκαέξι χρόνων ἀπὸ τὴ
διακυβέρνηση εἶχαν κλονίσει ἀνεπανόρθωτα
τὴν ὑγεία τοῦ Θεοδοσίου. Ἔτσι
πέρασαν δεκαέξι χρόνια εὐσεβοῦς
βασιλείας. Ὁ Ἅγιος
κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη
τὸ ἔτος 395
μ.Χ. Τὸ σκήνωμά του ἐκτέθηκε
σὲ λαϊκὸ
προσκύνημα καὶ τὴν
τεσσαρακοστὴ ἡμέρα
ὁ Ἐπίσκοπος
Μεδιολάνων Ἀμβρόσιος, ἐξεφώνησε
τὸν ἐπικήδειο, ποὺ καθιέρωνε τὸν
Θεοδόσιο ὡς τὸν
τύπο τοῦ παραδειγματικοῦ
Ὀρθόδοξου ἡγεμόνος.
Ὁ Ἅγιος ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων,
δίπλα στὸ μνημεῖο
τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ
τῶν διαδόχων του.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/sid/1775/sxsaintinfo.aspx