Το Διάταγμα ανεξιθρησκείας των Μεδιολάνων

(Απόσπασμα από την ανάρτηση Το Έδικτο των Μεδιολάνων [2] του ιστολογίου Βυζαντινή Ιστορία)

 

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο Χριστιανισμός απέκτησε το επίσημο δικαίωμα να υπάρχει και να αναπτύσσεται. Το πρώτο διάταγμα που ευνοούσε τον Χριστιανισμό, εκδόθηκε το 311 από τον Γαλέριο, που υπήρξε ένας από τους πιο άγριους διώκτες του. Το διάταγμα αυτό συγχωρούσε τους Χριστιανούς για την αντίστασή τους στις διαταγές της κυβέρνησης να επιστρέψουν στην ειδωλολατρία και αναγνώριζε το νόμιμο δικαίωμά τους να υπάρχουν. «Οι Χριστιανοί», έγραφε το διάταγμα, «μπορούν και πάλι να έχουν τις συναντήσεις τους, εφόσον δεν κάνουν τίποτε το αντίθετο προς το κοινό καλό και υποχρεώνονται να προσεύχονται στον Θεό τους για το καλό μας και το καλό της πολιτείας».

Δύο χρόνια αργότερα, μετά τη νίκη του εναντίον του Μαξεντίου και τη συμφωνία του με τον Λικίνιο στο Μιλάνο, εξέδωσαν το εξαιρετικά ενδιαφέρον έγγραφο, που, λανθασμένα, ονομάζεται Έδικτο του Μιλάνου. Το πρωτότυπο του εγγράφου δεν έχει διασωθεί, αλλά ένα λατινικό διάταγμα, που έστειλε ο Λικίνιος στο νομάρχη της Νικομήδειας, έχει διασωθεί από τον Λακτάντιο. Μια ελληνική μετάφραση του λατινικού πρωτοτύπου υπάρχει στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσέβιου.

Σύμφωνα με αυτό το διάταγμα οι Χριστιανοί και όσοι πίστευαν σε άλλες θρησκείες, είχαν πλήρη ελευθερία να ακολουθούν οποιαδήποτε θρησκεία ήθελαν. Όλα τα εναντίον των Χριστιανών μέτρα θεωρούνταν άκυρα.

Το 1891 ο Γερμανός λόγιος O. Seeck διατύπωσε τη θεωρία ότι ποτέ δεν εκδόθηκε το Έδικτο του Μιλάνου. Το μόνο Έδικτο που εκδόθηκε, γράφει, είναι το Έδικτο της ανεκτικότητας του Γαλέριου, που κυκλοφόρησε το 311. Η σύγχρονη όμως ιστορική επιστήμη, δεν δέχεται καθόλου την άποψη αυτή.

Το συμπέρασμα πάντως είναι ότι ο Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος έδωσαν στον Χριστιανισμό τα δικαιώματα που είχαν οι ειδωλολάτρες και οι άλλες θρησκείες. Είναι πρόωρο να μιλάει κανείς για θρίαμβο του Χριστιανισμού την εποχή του Κωνσταντίνου, ο οποίος νόμιζε ότι ο Χριστιανισμός μπορούσε να συμβιβαστεί με την ειδωλολατρία. Το σημαντικότερο γεγονός είναι ότι όχι μόνον έδωσε στους Χριστιανούς το δικαίωμα να υπάρχουν, αλλά και τους έβαλε κάτω από την προστασία του κράτους. Το γεγονός αυτό αποτελεί έναν εξαιρετικής σημασίας σταθμό για την ιστορία του Χριστιανισμού. Οπωσδήποτε όμως το Έδικτο της Νικομήδειας δεν αποτελεί βάση για την άποψη ορισμένων ιστορικών ότι κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου ο Χριστιανισμός είχε τοποθετηθεί πάνω από όλες τις θρησκείες, ότι οι άλλες θρησκείες ήταν απλώς ανεκτές και ότι το Έδικτο του Μιλάνου δεν διακήρυσσε μια τακτική ανεκτικότητας, αλλά την υπεροχή του Χριστιανισμού.  Όταν προκύπτει το ζήτημα της εκλογής μεταξύ της υπεροχής ή των ίσων δικαιωμάτων του Χριστιανισμού, πρέπει ασφαλώς να κλίνουμε προς τα ίσα δικαιώματα. Παρ’ όλα αυτά, η σημασία του Εδίκτου της Νικομήδειας είναι μεγάλη. Όπως λέει ένας ιστορικός, «στην πραγματικότητα, χωρίς υπερβολές η σημασία του Εδίκτου του Μιλάνου παραμένει ασυζήτητα μεγάλη, γιατί αποτελεί μια πράξη που έθεσε τέρμα στην (εκτός Νόμου) θέση των Χριστιανών, ενώ συγχρόνως αναγνώρισε πλήρη θρησκευτική ελευθερία, υποβιβάζοντας έτσι την ειδωλολατρία, de jure, από την προηγούμενή της θέση, ως της μόνης επίσημης θρησκείας, στην ίδια θέση που είχαν και οι άλλες θρησκείες».