Ο Αρειανισμός και η Σύνοδος της Νίκαιας

(Απόσπασμα από την ανάρτηση Το Έδικτο των Μεδιολάνων [2] του ιστολογίου Βυζαντινή Ιστορία)

 

Μετά την καθιέρωση των νέων συνθηκών, στις αρχές του 4ου αιώνα, η Εκκλησία έζησε μια περίοδο εντατικής δημιουργικής δράσης, η οποία εκδηλώθηκε κυρίως στο δογματικό τομέα. Τον 4ο αιώνα τα δογματικά ζητήματα δεν απασχολούσαν μόνον τα άτομα, όπως συνέβηκε στον 3ο αιώνα με τον Τερτυλλιανό ή τον Ωριγένη, αλλά ολόκληρες ομάδες ανθρώπων που αποτελούνταν από καλά οργανωμένα άτομα.

Τον 4ο αιώνα οι Σύνοδοι έγιναν ένα κοινό μέσο, το οποίο θεωρείτο ως το μόνο κατάλληλο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων εκείνων που ήταν συζητήσιμα.

Με την προσπάθεια αυτή, όμως, παρουσιάζεται ένας νέος παράγοντας στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, ένας παράγοντας σημαντικός για τη μετέπειτα ιστορία της εξέλιξης των σχέσεων μεταξύ των πνευματικών και υλικών δυνάμεων. Ήδη από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου το κράτος έπαιρνε μέρος στις θρησκευτικές φιλονικίες, διευθύνοντάς τις κατάλληλα. Φυσικά, πολλές φορές, τα συμφέροντα του κράτους δεν συνέπιπταν με τα συμφέροντα της Εκκλησίας.

Για πολλούς αιώνες το κέντρο πολιτισμού της Ανατολής υπήρξε η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου η επιστημονική δράση είχε μεταβληθεί σ’ ένα δυνατό ρεύμα. Ήταν φυσικό οι νέες δογματικές ιδέες να προέλθουν από την Αλεξάνδρεια, η οποία, όπως τονίζει ο καθηγητής A. Spassky «έγινε στην Ανατολή το κέντρο της θεολογικής εξέλιξης, αποκτώντας έτσι, στο χριστιανικό κόσμο, τη φήμη μιας φιλοσοφημένης Εκκλησίας, που ποτέ της δεν κουράστηκε να μελετάει μεγάλα θρησκευτικά και επιστημονικά προβλήματα». Αν και ο Άρειος, που το όνομά του δόθηκε στην πιο σπουδαία αιρετική διδασκαλία της εποχής του Κωνσταντίνου, υπήρξε ένας Αλεξανδρινός ιερέας, το δόγμα του έχει τόπο προέλευσης την Αντιόχεια της Συρίας, όπου ο Λουκιανός, ένας από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους της εποχής εκείνης, είχε ιδρύσει μια θεολογική σχολή, η οποία, όπως λέει ο A. Harnack, υπήρξε η γενέτειρα του Αρειανισμού. Ο Λουκιανός είναι, κατά τον Harnack, «ο Άρειος που προηγήθηκε από τον Άρειο».

Ο Άρειος δίδασκε ότι ο Υιός του Θεού υπήρξε ένα δημιούργημα «κτίσμα», όπως είναι όλα τα άλλα δημιουργήματα του Θεού. Η ιδέα αυτή αποτελεί τη βάση του Αρειανισμού. Εκτός από την Αίγυπτο, στην Καισάρεια ο Ευσέβιος και στη Νικομήδεια ο Επίσκοπος Ευσέβιος, ακολούθησαν το παράδειγμα του Αρείου. Ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, όμως, απέκλεισε τον Άρειο από τη συμμετοχή στη θεία ευχαριστία, παρά τις προσπάθειες των φίλων του που θέλησαν να τον βοηθήσουν. Συγχρόνως απέτυχε κάθε άλλη προσπάθεια που έγινε με το σκοπό να ειρηνεύσει και να ησυχάσει η Εκκλησία.

Ο Κωνσταντίνος, ο οποίος μόλις είχε νικήσει τον Λικίνιο, αποκτώντας έτσι όλη την εξουσία στα χέρια του, έφτασε το 324 στη Νικομήδεια, όπου άκουσε πολλά παράπονα, τόσο από τους αιρετικούς, όσο και από τους αντιπάλους τους. Θέλοντας, πάνω απ’ όλα, να καθιερώσει μια θρησκευτική ειρήνη στην αυτοκρατορία του και μη εννοώντας την έκταση και τη σημασία της δογματικής διαμάχης, ο αυτοκράτορας έστειλε ένα γράμμα στον Επίσκοπο Αλέξανδρο και στον Άρειο, με το οποίο τους προέτρεπε να βρουν κάποιον τρόπο συμφωνίας, προβάλλοντάς τους για παράδειγμα τους φιλοσόφους που ζουν ειρηνικά, παρά τις διαφορές που τους χωρίζουν. Επίσης ανέφερε στο γράμμα του ότι δεν θα ήταν δύσκολη μια συμφωνία, αφού και οι δυο, ο Αλέξανδρος και ο Άρειος, πίστευαν στη Θεία Πρόνοια και τον Ιησού Χριστό. Επιπλέον, ο Κωνσταντίνος έγραφε τα εξής: «Δώστε μου πίσω την ηρεμία έτσι ώστε η χαρά μου και η γαλήνη να ρυθμίζουν, από τώρα και στο εξής, τη ζωή μου».

Το γράμμα αυτό στάλθηκε στην Αλεξάνδρεια μέσω του Επισκόπου της Κορδούης της Ισπανίας Οσίου, τον οποίον ο Κωνσταντίνος εκτιμούσε πολύ. Ο Επίσκοπος αυτός πήγε το γράμμα, μελέτησε προσεκτικά την κατάσταση και επιστρέφοντας εξήγησε στον αυτοκράτορα την πλήρη σημασία της κίνησης του Αρείου, οπότε, τότε μόνον, ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να συγκαλέσει μια Σύνοδο.

Η Α' Οικουμενική Σύνοδος έγινε το 325, στη Νίκαια της Βιθυνίας. Ο ακριβής αριθμός των πατέρων που έλαβαν μέρος στη Σύνοδο δεν είναι γνωστός, αν και συνήθως αναφέρεται ο αριθμός 318. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν Επίσκοποι των περιοχών της Ανατολής, ο δε ηλικιωμένος Επίσκοπος Ρώμης έστειλε στη θέση του δύο ιερείς. Η πιο σοβαρή υπόθεση την οποία συζήτησε η Σύνοδος, πρόεδρος της οποίας ήταν ο ίδιος ο Αυτοκράτορας, υπήρξε η θεωρία του Αρείου.

Τα πρακτικά της Συνόδου της Νίκαιας, δεν έχουν διασωθεί. Μερικοί μάλιστα αμφιβάλουν αν κρατήθηκαν γραπτά πρακτικά. Πληροφορίες σχετικές με τη Σύνοδο έχουμε μόνον από αυτούς που έλαβαν μέρος σ’ αυτήν, καθώς και από τους ιστορικούς. Ο πιο ενθουσιώδης και ικανός αντίπαλος του Αρείου υπήρξε ο Αρχιδιάκονος της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, Αθανάσιος. Ύστερα από ζωηρές συζητήσεις, η Σύνοδος καταδίκασε την αίρεση του Αρείου, ο Χριστός αναγνωρίζεται ως ο Υιός του Θεού, «γεννηθείς και ου ποιηθείς», «ομοούσιος τω Πατρί».

Το σύμβολο αυτό της πίστης το υπέγραψαν πολλοί οπαδοί του Αρείου, ενώ οι πιο επίμονοι από αυτούς, μαζί με τον Άρειο, καταδικάστηκαν σε περιορισμό και εξορία. Ένας από τους πιο ειδικούς στο ζήτημα του Αρειανισμού, γράφει ότι «ο Αρειανισμός ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις και μέσα σε λίγα χρόνια επικράτησε στην Ανατολή. Αλλά η δύναμή του χάθηκε, από τη στιγμή που συγκροτήθηκε η Σύνοδος, κάτω από το βάρος της αποδοκιμασίας του χριστιανικού κόσμου... ο Αρειανισμός φαινόταν απελπιστικά συντριμμένος όταν τελείωσε η Σύνοδος». Η επίσημη διακήρυξη της Συνόδου ανάγγειλε σε όλες τις χριστιανικές κοινότητες τη νέα κατάσταση αρμονίας και ειρήνης που επεκράτησε στην Εκκλησία. Ο Κωνσταντίνος έγραφε: «Ο διάβολος δεν έχει πια καμιά δύναμη εναντίον μας, εφόσον εκείνο, που με κακοήθεια είχε επινοήσει για την καταστροφή μας, χτυπήθηκε γερά στη ρίζα του. Η αλήθεια, με τη βοήθεια του Θεού, σκόρπισε όλες τις διαφωνίες, τα σχίσματα, τις οχλαγωγίες και τα θανάσιμα δηλητήρια της ασυμφωνίας».