ΠΕΡΙ ΥΒΡΙΔΙΩΝ
ΠΟΙΑ ΦΥΤΑ ΟΝΟΜΑΖΟΝΤΑΙ ΥΒΡΙΔΙΑ
Υβρίδια καλούνται τα φυτά, τα οποία προκύπτουν από τη διασταύρωση δυο διαφορετικών ποικιλιών του ίδιου είδους και παρουσιάζουν “βελτιωμένα” χαρακτηριστικά σε σχέση με τα φυτά από τα οποία προέρχονται.
Τα περισσότερα λαχανικά και κάποια από τα φρούτα που φτάνουν
πλέον στο πιάτο μας έχουν «γεννηθεί» με τεχνητή γονιμοποίηση, δηλαδή είναι
καρποί που έχουν προκύψει από την καλλιέργεια υβριδίων. Και αν η καλλιέργειά
τους στα μέσα του 20ού αιώνα έδωσε κάποιες λύσεις σε διατροφικά προβλήματα, τα
πράγματα έχουν φτάσει σήμερα στο άλλο άκρο, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το
περιβάλλον, τη βιοποικιλότητα αλλά και τη... γεύση.
ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΕΦΕΥΡΕΘΗΚΑΝ ΤΑ ΥΒΡΙΔΙΑ
Τα υβρίδια εφευρέθηκαν για να δώσουν λύση σε υπαρκτά προβλήματα. Το 1930, στις ΗΠΑ, ένας μύκητας κατέστρεφε σωρηδόν τις καλλιέργειες καλαμποκιού, πλήττοντας σημαντικά την οικονομία. Το υβρίδιο καλαμποκιού, λοιπόν, ήταν ένα από τα πρώτα που παρήχθησαν από τους γεωπόνους.
Στις αναπτυσσόμενες χώρες έδωσαν τροφή στους υποσιτιζόμενους. Το '70, χάρη στα υβρίδια που εξασφάλισαν πλουσιοπάροχες σοδειές καλαμποκιού, μειώθηκαν οι τιμές των ζωοτροφών, με αποτέλεσμα να γίνει το κρέας μια προσιτή πλέον οικονομικά τροφή για τους κατοίκους των αναπτυσσόμενων χωρών.
Οι νέες βελτιωμένες ποικιλίες αρχικά δημιουργήθηκαν από επιστημονικά κρατικά ιδρύματα, πρώτα απ' όλα για λόγους αποδοτικότητας της γεωργίας. Μεγάλες ξένες ιδιωτικές εταιρείες κι επιχειρηματικά συμφέροντα εκμεταλλεύτηκαν το ευνοϊκό νομικό πλαίσιο που επικράτησε διεθνώς μετά το 1960 και με το πολύ καλά οργανωμένο μάρκετινγκ κατόρθωσαν να εκτοπίσουν ακόμη και εγχώριες ποικιλίες, που θα μπορούσαν να σταθούν στην αγορά. Σήμερα, πάνω από 5.000 εταιρείες δραστηριοποιούνται στον τομέα των σπόρων, εκ των οποίων περίπου 800 στα κηπευτικά. Σε χώρες που η βιοτεχνολογία είναι πολύ αναπτυγμένη, η γεωργία είναι τεσσάρων εποχών, δηλαδή οι αγρότες σπέρνουν-θερίζουν τέσσερις φορές τον χρόνο.
ΤΑ ΥΠΕΡ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΥΒΡΙΔΙΩΝ
Τα υβρίδια παρουσιάζουν “βελτιωμένα” χαρακτηριστικά όπως:
Στην «πιάτσα» των υβριδίων βρίσκει κανείς κυριολεκτικά ό,τι
θέλει: ντομάτα μικρή αλλά μεστή, κατάλληλη για βιομηχανική χρήση, για πολτό ή
χυμό, για θερμοκήπιο καθώς και για κάθε ξεχωριστή εποχή του έτους. Οι ερευνητές
δίνουν πραγματική μάχη για να βελτιώσουν κάθε φορά τα παραγόμενα υβρίδια, αλλά
είναι εξαιρετικά δύσκολο να συνδυάσεις πολλά χαρακτηριστικά για να κάνεις το
τέλειο υβρίδιο. Οι οίκοι σποροπαραγωγής αναγκάζονται να δώσουν προτεραιότητα σε
κάποιον παράγοντα - ανθεκτικότητα, απόδοση, εμφάνιση…
Η ποσότητα εκτόπισε την ποιότητα. Χάθηκε η ιδιαίτερη γεύση του κάθε προϊόντος. Οι οίκοι σποροπαραγωγής έδωσαν έμφαση στην όψη και την αντοχή του προϊόντος, ξεχνώντας όμως το πιο βασικό. Οι καρποί παρουσιάζουν ομοιογένεια σε χρώμα και σχήμα αλλά υστερούν σε γεύση.
Αυτό που είναι περισσότερο ανησυχητικό είναι ότι, εξαιτίας των υβριδίων έχει χαθεί πολύ μεγάλο ποσοστό των παραδοσιακών ποικιλιών, ενώ παράλληλα υπάρχει μια έντονη εξάρτηση των Ελλήνων παραγωγών και κατ' επέκταση όλης της εγχώριας παραγωγής από εταιρείες εμπορίας υβριδίων.
Κάθε χώρα διαθέτει εκτός των άλλων και ένα μεγάλο φυσικό
θησαυρό, την γενετική ποικιλότητα, δηλαδή ποικιλία λαχανικών και φρούτων, καθώς
και σπάνια είδη ζώων, προσαρμοσμένα όλα στις κλιματικές συνθήκες κάθε χώρας. Με
την έλευση των μονοπωλίων βλέπουμε τις ποικιλίες που κληροδοτήθηκαν από γενιά
σε γενιά, να εγκαταλείπονται, χάρη του φτηνού σπόρου που αγοράζει ο αγρότης από
το μαγαζί. Με λίγα λόγια η ανάπτυξη του
διεθνούς εμπορίου σπόρων χτυπάει τις ποικιλίες που ήταν προσαρμοσμένες στις
ειδικές ανάγκες της περιοχής και έτσι καλλιεργούμενες ποικιλίες προϊόντων,
επίπονης προσπάθειας αιώνων, κινδυνεύουν σοβαρά από ολοσχερή εξαφάνιση. Οι
παραδοσιακοί γεωργοί είχαν φτάσει με τον καιρό να έχουν μια ποικιλία για σχεδόν
κάθε ανάγκη, π.χ. μια ποικιλία που θα την φύτευαν αν προβλεπόταν ξηρασία ή μια
ποικιλία που θα άντεχε σε κάποια αρρώστια.
Τα υβρίδια εξοστράκισαν τις παραδοσιακές ποικιλίες και φτάσαμε στον παραλογισμό η καλλιέργεια ποικιλιακών σπόρων και η διάθεση προϊόντων από αυτά να είναι παράνομη. Πώς; Οι αγρότες δεν επιτρέπεται να εμπορευτούν ποικιλίες που δεν είναι εγγεγραμμένες στους εθνικούς καταλόγους, οι οποίοι με τη σειρά τους έχουν κατακλυστεί μόνο από υβρίδια. Ελάχιστες παλαιές ποικιλίες περιλαμβάνονται σε αυτούς, αφού κανένας δεν έχει συμφέρον να μπει στην περίπλοκη διαδικασία κατάθεσης φακέλου προκειμένου να τις εντάξει. Αντίθετα, οι εταιρείες που θησαυρίζουν από τα υβρίδια έχουν. Οι τοπικές ποικιλίες, επομένως, στερούνται εμπορικής δύναμης και οι αγρότες μπορούν να τις καλλιεργήσουν μόνο ιδιωτικά ή να χαρίσουν σπόρο σε φίλους τους.
Ακόμη, οι υβριδικές
καλλιέργειες έχουν μεγάλες απαιτήσεις σε νερό και λίπασμα, ενώ
αποδεικνύονται πολύ ευαίσθητες σε
παθογόνα, με συνέπεια οι γεωργοί να χρησιμοποιούν μεγάλες ποσότητες χημικών.
Η ίδια εταιρεία που έχει πατεντάρει το υβρίδιο, που γενεές ολόκληρες γεωργών
είχαν παλέψει να απομονώσουν το συγκεκριμένο γονίδιο, τους πουλάει και το
ζιζανιοκτόνο που αντέχει το φυτό όπως και τα ανάλογα λιπάσματα. Και δεν είναι
μόνο οι γεωργικές ποικιλίες που κινδυνεύουν να πατενταριστούν παγκόσμια μέσο
της ΟΑΤΤ, αλλά όλη η γενετική ποικιλότητα του
πλανήτη. Αλλά το χειρότερο θα είναι όσον αφορά την τροφή μας, ότι όχι μόνο τα
υβρίδια θα είναι κάποτε πανάκριβα, αλλά και το ότι όταν μια χώρα δεν ελέγχει τους δικούς της σπόρους, είναι καταδικασμένη
σε πολιτική και οικονομική εξάρτηση.
Ο αγρότης καλείται κάθε χρόνο να ξαναπληρώσει
για την αγορά υβριδίων. Δεν μπορεί να φτιάξει ο ίδιος σπόρο από τον καρπό της
χρονιάς, διότι τα υβρίδια συνήθως παράγουν στείρους σπόρους κι αν όχι τότε τα
φυτά που προέρχονται από σπόρους υβριδίων κατά κανόνα δεν εμφανίζουν τα
“βελτιωμένα” χαρακτηριστικά στην επόμενη γενιά. Η ιλιγγιώδης απόδοση των
υβριδίων σε καρπό, μετά την πρώτη χρονιά, σημειώνει κατακόρυφη πτώση ως και
50%.
Με αυτό τον τρόπο αναπαράγεται ένας φαύλος κύκλος, που αναγκάζει τους παραγωγούς να προμηθεύονται υβρίδια και χημικά φυτοφάρμακα. Έτσι, το κόστος παραγωγής αυξάνεται και, κατ' επέκταση, και η τιμή πώλησης.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ
Πάνω από το 80% των
λαχανικών και των φρούτων που τρώμε σήμερα είναι υβρίδια.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας (FAO), περίπου 75% του φυτικού γενετικού υλικού και 90% των ντόπιων ποικιλιών έχουν εκλείψει μέσα στα τελευταία 100 χρόνια.
Στην Ελλάδα, μόνο το 1% των εγχώριων ποικιλιών σίτου και το
2 - 3% των λαχανικών, που υπήρχαν πριν από πενήντα χρόνια, διασώζεται υπό
καλλιέργεια σήμερα.
Το μαύρο σουσάμι Χίου έχει εκλείψει, όπως και οι γυμνοκριθοί Μεσολογγίου.
Τα τελευταία 30 χρόνια, επισημαίνει η πρόεδρος της Εταιρείας Γενετικής Βελτίωσης Φυτών, τακτική ερευνήτρια του ΕΘΙΑΓΕ, Καίτη Τράκα-Μαυρωνά, έχουν εκτοπιστεί από την καλλιέργεια και κινδυνεύουν με εξαφάνιση λόγω γενετικής διάβρωσης πολύ αξιόλογες εγχώριες ποικιλίες: τομάτας, αγγουριού, καρπουζιού, πεπονιού, μαρουλιού, σπανακιού, φασολιού, πράσου και άλλων λαχανοκομικών φυτών.
ΓΙΑΤΙ ΛΕΜΕ ΝΑΙ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ
Γιατί όπως το φανερώνει και η ίδια η λέξη αποτελούν στοιχείο της παράδοσής μας. Οι περισσότερες ντόπιες ποικιλίες καλλιεργούνται στον Ελλαδικό χώρο από την αρχαιότητα.
Γιατί έχουν χρώματα, αρώματα και γεύσεις. Έτσι καταλαβαίνουμε τι τρώμε και ευχαριστιόμαστε με αυτό που τρώμε.
Γιατί αντέχουν σε δύσκολες συνθήκες και δεν απαιτούν τις υπερβολικές φροντίδες των υβριδίων- προκειμένου να αποδώσουν τους καρπούς τους (λιπάνσεις, καταπολέμηση ασθενειών, κλπ)- που φαρμακώνουν τη γη και δηλητηριάζουν εμάς που .τα καταναλώνουμε.
Γιατί μπορούμε να έχουμε το δικό μας σπόρο κάθε χρόνο, να παράγουμε μόνοι μας την τροφή μας και έτσι να μην είμαστε υποχείρια των πολυεθνικών εταιρειών.
ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΥΜΕ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ
Υπεύθυνο όργανο για τη φύλαξη των σπόρων είναι η Τράπεζα Γενετικού Υλικού του ΕΘΙΑΓΕ στη Θέρμη Θεσσαλονίκης, η οποία δυστυχώς τα
τελευταία χρόνια, λόγω υποχρηματοδότησης και έλλειψης
προσωπικού υπολειτουργεί. Στο εξωτερικό κάθε πόλη έχει τη δική της τράπεζα
γενετικού υλικού.
Εξαιρετικά σημαντική είναι η προσπάθεια που κάνει και η μη κυβερνητική οργάνωση ΠΕΛΙΤΙ που ιδρύθηκε το 1995.
ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ
Το μονόκοκκο σιτάρι, που είχε βρεθεί σε αρχαιολογικές ανασκαφές και χρονολογείται πριν από 8.000 χρόνια, μέχρι πρόσφατα υπήρχε μόνο στην Τράπεζα Γενετικού Υλικού. «Μέσω της προώθησης που έγινε από το Πελίτι, το σιτάρι αυτό βρίσκεται σήμερα μέσα σε ψωμί και αλεύρια. Το ίδιο συνέβη και με το δίκοκκο σιτάρι, που διέσωσε το αγρόκτημα Αντωνοπούλου. Παρόμοιο ελπιδοφόρο μήνυμα έρχεται και από τη διάσωση του σέλινου για φύλλο, της ντομάτας-μήλο από τις Σέρρες και το στενοκούκι της Ιθάκης, που καλλιεργούσε ο Λαέρτης.
Για την ιστορία, μόνο για τα αμπέλια υπάρχουν περίπου 670 ποικιλίες που ευδοκιμούν στην Ελλάδα και διατηρούνται στο Ινστιτούτο Αμπέλου του ΕΘΙΑΓΕ στη Λυκόβρυση, ενώ άλλες 170 ποικιλίες αμπελιού φιλοξενούνται στο κτήμα Συγγρού στο Μαρούσι
Το Ινστιτούτο Ελέγχου Ποικιλιών Καλλιεργούμενων Φυτών στη Σίνδο Θεσσαλονίκης διαθέτει επίσημες συλλογές σπόρων από τις εμπορικές εγχώριες και ξένες ποικιλίες.
Άλλες συλλογές σπόρων, κυρίως δενδρωδών, διατηρεί το ΕΘΙΑΓΕ στα Χανιά στο Ινστιτούτο Υποτροπικών Φυτών και Ελαίας Χανίων. Στην Ευρωπαϊκή Ενωση υλοποιείται προσπάθεια για καταγραφή όλων των ονομασιών των φυτών, όχι μόνο με λατινικούς όρους αλλά και με τα τοπικά τους ονόματα κι ο κατάλογος συμπληρώνεται συνεχώς.
Σημαντικός αριθμός ποικιλιών έχει διασωθεί και λόγω του Ινστιτούτου Αμπέλου και Οπωροκηπευτικών Πύργου αλλά και του Ινστιτούτου Αμπέλου, Λαχανοκομίας και Ανθοκομίας Ηρακλείου. Αξιοπρόσεκτη προσπάθεια έχει καταβάλει και το Εργαστήριο Βελτίωσης Φυτών και Γεωργικού Πειραματισμού του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο θέμα της καταγραφής των ελληνικών ποικιλιών.
Οδηγίες «πλοήγησης» στη λαϊκή ή στον
μανάβη
• Ακόμη και αν δεν
μπορούμε όμως να αποφύγουμε να αγοράσουμε υβρίδια -που στις περισσότερες των
περιπτώσεων δεν μπορούμε-, επιλέγουμε εκείνα που έχουν καλύτερη γεύση,
επικροτώντας την τεχνολογία στην υπηρεσία του καταναλωτή και όχι της αγοράς που
προτιμά άνοστες ντομάτες που δεν σαπίζουν με τίποτα. Πώς εντοπίζουμε τα πιο
νόστιμα; Με την παραδοσιακή μέθοδο της δοκιμής.
• Διαλέγουμε με την
όσφρηση και την αφή και όχι με την όραση. Δεν διαλέγουμε τα «όμορφα λαχανικά»,
αλλά τα μοσχομυρωδάτα και όσα διαθέτουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
• Προτιμάμε
λαχανικά και φρούτα στον καιρό τους. Έτσι, έχουμε περισσότερες πιθανότητες να
πετύχουμε ποικιλιακό προϊόν και όχι υβρίδιο.
Στους πάγκους
ΝΤΟΜΑΤΕΣ: Στην
περίπτωση της ντομάτας, είναι σχεδόν αδύνατον να βρείτε στην αγορά κάτι εκτός
από υβρίδια. Η θρυλική ποικιλία Μπατάλα της Βραυρώνας, μια μεγάλη, άβολη για τα
εμπορικά δεδομένα, αλλά πεντανόστιμη ντομάτα, μπορεί
να αναζητηθεί μόνο για ένα μήνα του χρόνου στη Βραυρώνα. Τι θα βρείτε; Δώδεκα
με δεκαπέντε είναι τα πιο εμπορεύσιμα υβρίδια ντομάτας. Υβριδικοί σπόροι με
πολύ καλές αποδόσεις, που δημιουργούν φυτά υψηλής ανάπτυξης. Ετσι έχουμε:
• ντομάτες χωρίς σπόρια για παραγωγή πάστας
• ντοματάκια τύπου cherrie,
τα οποία δεν πρέπει να μπερδεύουμε με το ντοματάκι
Σαντορίνης
• πιο σκληρές και χονδρόφλουδες
εξωτερικά, για να μεταφέρονται εύκολα, που όμως «νερουλιάζουν» εσωτερικά
• ντομάτες που διατηρούνται για περισσότερο
χρόνο εκτός ψυγείου χωρίς να παθαίνουν τίποτα.
ΑΓΓΟΥΡΙΑ: Εχει γενικευτεί η καλλιέργεια υβριδίων, που στόχο έχουν την
ομοιομορφία και το συγχρονισμό ωρίμασης της παραγωγής έτσι ώστε να είναι εύκολη
η συγκομιδή (βιομηχανοποιημένη καλλιέργεια). Εξαίρεση αποτελεί η ποικιλία
Κνωσού, που παράγεται στην Κρήτη. Οι καταναλωτές τα προτιμούν γιατί είναι μικρά
και τρυφερά. Προς σύγχυση των τελευταίων, ωστόσο, έχει δημιουργηθεί και υβρίδιο
με την ίδια ονομασία και τα ίδια χαρακτηριστικά!
ΠΙΠΕΡΙΕΣ: Οι
Φλωρίνης είναι ΠΟΠ (Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης)
και πρόκειται για ντόπια ποικιλία. Στα υπόλοιπα είδη έχουν διαδοθεί πολύ τα
υβρίδια, αλλά πιθανόν να βρείτε και ποικιλίες λίγο πιο «κακομούτσουνες».
Ωστόσο, οι πολύχρωμες (πορτοκαλί- κίτρινες) είναι χωρίς αμφιβολία υβριδικά
προϊόντα.
ΜΕΛΙΤΖΑΝΕΣ: Οι
φλάσκες, ως επί το πλείστον, παράγονται από υβριδικές καλλιέργειες. Οι
τσακώνικες, όμως, που παράγονται στο Λεωνίδιο, όπως και οι λευκές της
Σαντορίνης αποτελούν παραδοσιακές ποικιλίες.
ΚΑΡΠΟΥΖΙΑ:
Προτιμήστε τα μεγάλα και βαριά καρπούζια, τα «παραδοσιακά», έστω και αν
δυσκολεύεστε να τα μεταφέρετε. Τα μικρά, γνωστά με την εμπορική τους ονομασία baby ή sugar baby, είναι προϊόν
εργαστηριακής προεργασίας (ονομάζονται τριπλοειδείς
σειρές και είναι παράγωγα μιας διαδικασίας που διαφοροποιείται από τον υβριδισμό),
γι' αυτό και είναι μικρά στο μέγεθος και συχνά άσπερμα. Παρ' όλα αυτά, είναι
συνήθως πολύ νόστιμα. Αλλη συνήθης πρακτική στο
δημοφιλές φρούτο είναι το μπόλιασμα κολοκύθας, με αποτέλεσμα να αποκτά το
καρπούζι πολύ γερό ριζικό σύστημα, που δεν πλήττεται εύκολα από εχθρούς, αλλά
και κολοκυθένια γεύση.
ΠΕΠΟΝΙΑ:
Παραδοσιακή ποικιλία παραμένει το αργίτικο πεπόνι.
Στα υπόλοιπα είδη έχει επέλθει «τεχνητή γονιμοποίηση».
Οι ντόπιες ποικιλίες θα μπορούσαν να συνεισφέρουν σημαντικούς οικονομικούς πόρους στους ερευνητικούς φορείς, να ξαναδώσουν αρώματα και γεύσεις, που χάσαμε από τα ελληνικά φρούτα και λαχανικά καθώς και άλλη ώθηση στην ελληνική γεωργία και μέσω των υβριδίων. Σε πείσμα των καιρών, βέβαια, υπάρχουν ντόπιες ποικιλίες, που είναι εμπορεύσιμες και σήμερα, όπως λ.χ. το φασολάκι μπαρμπούνι, η τσακώνικη μελιτζάνα κ.ά. ενώ περιορισμένος αριθμός τους πωλείται και μέσα από ιδιωτικά φυτώρια.
Λεξικό καλλιεργειών
Εγχώριες ποικιλίες:
Διαμορφώθηκαν στο πέρασμα του χρόνου από τις ιδιαίτερες κλιματολογικές,
γεωγραφικές, εδαφολογικές συνθήκες αλλά έβαλε κι ο αγρότης το χεράκι του, που
επέλεγε λ.χ. τον καλύτερο καρπό ντομάτας ή την καλύτερα ρίζα καρότου για τον
σπόρο της επόμενης γενιάς.
Ανθεκτικές στις ασθένειες, δεν χρειάζονται πολύ λίπασμα, νερό ή γενικά μεγάλες περιποιήσεις. Κατά κανόνα έχουν μικρή απόδοση παραγωγής, ασύμφορη για τον παραγωγό.
Υβρίδια: Συχνά, τα μπερδεύουμε με τα μεταλλαγμένα, κάτι που δεν ισχύει, διότι σπόρους υβριδίων χρησιμοποιούν ενίοτε και βιοκαλλιεργητές. Πρόκειται για διασταυρώσεις ποικιλιών, που γίνονταν και πολλά χρόνια πριν από την κυριαρχία της βιοτεχνολογίας αλλά εντατικοποιήθηκαν μέσω εργαστηρίου. Με τα υβρίδια παίρνει μεγαλύτερη παράταση ζωής ο καρπός ενώ παρατηρείται ομοιομορφία, που είναι απαραίτητη για την τυποποίηση και τη συσκευασία. Εξαιτίας της εντατικοποίησης των καλλιεργειών τα υβρίδια συχνά χάνουν σε ποιοτικά χαρακτηριστικά (άρωμα, γεύση). Πρώτον διότι χρειάζονται πολύ νερό για ν' αναπτυχθούν γρήγορα, δεύτερον διότι ο καρπός συλλέγεται πριν την από ωρίμανση.
Οικολογική γεωργία: Γεωργία χωρίς λιπάσματα, φυτοφάρμακα και ιδιαίτερη χρήση νερού.
Εντατική γεωργία: Γεωργία κατά κανόνα με υβρίδια υψηλής απόδοσης, που έχουν μεγάλες ανάγκες σε λίπασμα και νερό.
Γενετική διάβρωση: Φαινόμενο κυρίως της μεταπολεμικής περιόδου, εξαιτίας της υπερεντατικοποίησης της γεωργίας και άλλων επιβαρυντικών προς το περιβάλλον δραστηριοτήτων. Απειλεί τον τεράστιο γενετικό πλούτο, που δημιουργήθηκε είτε λόγω ανθρώπινης είτε λόγω φυσικής επιλογής.